- αδιατήρητος
- η , ο [ος , ον ]1) скоропортящийся;
αδιατήρητα τρόφιμα — скоропортящиеся продукты;
2) запущенный (о доме, хозяйстве и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αδιατήρητα τρόφιμα — скоропортящиеся продукты;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αδιατήρητος — η, ο [διατηρώ] 1. αυτός που δεν διατηρήθηκε ή δεν έγινε προσπάθεια να διατηρηθεί ή να συντηρηθεί 2. που δεν προσέχει τον εαυτό του («αδιατήρητος άνθρωπος γρήγορα γεράζει») … Dictionary of Greek
αδιατήρητος — η, ο 1. αυτός που δε διατηρήθηκε: Το σπίτι φαινόταν πως ήταν αδιατήρητο. 2. αυτός που εύκολα σαπίζει, χαλάει (για φαγώσιμα): Το κρέας έμεινε αδιατήρητο και χάλασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)